ξεναγωγός

Revision as of 12:06, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (27)

English (LSJ)

όν, later form for ξεναγός II, f.l. in Th.2.75 and Plu.Ages.36.

German (Pape)

[Seite 276] = ξεναγός, Sp., auch früher als v. l., vgl. Lob. Phryn. 430.

Greek (Liddell-Scott)

ξενᾰγωγός: -όν, τύπος μεταγεν. τοῦ ξεναγὸς ΙΙ, Λοβ. Φρύν. 430, Schäf. εἰς Πλουτ. Ἀγησ. 36· ― ξεναγωγέω, ὁδηγῶ ξένον, Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
c. ξεναγός.
Étymologie: ξένος, ἄγω.

Greek Monolingual

ξεναγωγός, -όν (Α)
ξεναγός, οδηγός ξένων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός)].