το
πρόχειρο και προσωρινό οχυρωματικό έργο που κατασκευάζεται με διάφορα υλικά μέσα σε πόλη κατά πλάτος του δρόμου για απόκρουση επίθεσης και αποκλεισμό της κυκλοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φράγμα. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται από το 1863 στον Αλ. Σκαρλ. Βυζάντιο].