οδόφραγμα

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
πρόχειρο και προσωρινό οχυρωματικό έργο που κατασκευάζεται με διάφορα υλικά μέσα σε πόλη κατά πλάτος του δρόμου για απόκρουση επίθεσης και αποκλεισμό της κυκλοφορίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁδός + φράγμα. Η λ., στον πληθ., μαρτυρείται από το 1863 στον Αλ. Σκαρλ. Βυζάντιο].