οιναποθήκη

Revision as of 12:07, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
αποθήκη κρασιού, κάβα, χώρος κτηρίου ή κτήριο για αποθήκευση κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].