ὀδοντότριμμα

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ατος, τό, = foreg., Damocr. ap. Gal.12.890, Gal.12.884, An.Par.1.394, Gloss.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀδοντότριμμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τρίμμα (< τρίβω)].