ὀδοντότριμμα

From LSJ

ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → life is not worth living if you do not have at least one friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀδοντότριμμα Medium diacritics: ὀδοντότριμμα Low diacritics: οδοντότριμμα Capitals: ΟΔΟΝΤΟΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: odontótrimma Transliteration B: odontotrimma Transliteration C: odontotrimma Beta Code: o)donto/trimma

English (LSJ)

-ατος, τό, = ὀδοντόσμηγμα (tooth-powder), Damocr. ap. Gal. 12.890, Gal. 12.884, An.Par. 1.394, Glossaria.

Greek Monolingual

το (ΑΜ ὀδοντότριμμα)
σκόνη που χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό τών δοντιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀδούς, ὀδόντος + τρίμμα (< τρίβω)].

German (Pape)

τό, = ὀδοντόσμηγμα.