ολονυχτία

Revision as of 12:08, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και ολονυκτία, η
1. αγρύπνια καθ' όλη τη νύχτα, διανυκτέρευση
2. εκκλησιαστική ακολουθία κατά την παραμονή τών μεγάλων εορτών, που διαρκεί όλη τη νύχτα
3. εκκλ. αγρυπνία που διαρκεί ολόκληρη τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του αρχ. επιθ. ὁλονύκτιος.