ὁμόκοιτος

Revision as of 12:09, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (28)

English (LSJ)

ον,

   A = ὁμόλεκτρος, Hld.6.8, etc. :—fem. ὁμό-κοιτις, ἡ, to explain ἄκοιτις, Pl.Cra.405d.

German (Pape)

[Seite 337] zusammen liegend, -schlafend, Gatte, Gattinn, Heliod. 6, 8 u. a. Sp., wie Schol. Aesch. Pers. 686.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόκοιτος: -ον, = ὁμόλεκτρος, Ἡλιόδ. 6. 8, κλ.· ― ὁμόκοιτις, ἡ, πρὸς ἑρμηνείαν τοῦ ἄκοιτις, Πλάτ. Κρατ. 405D.

Greek Monolingual

ὁμόκοιτος, -ον (Α)
αυτός που κοιμάται στην ίδια κλίνη μαζί με κάποιον άλλο, ο συγκοιμώμενος, ο σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + κοίτη «κρεβάτι»].