ὀπισθέναρ

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ᾰρος, τό,

   A the back of the hand, Poll.2.143, 144, 9.126.

German (Pape)

[Seite 358] αρος, τό, der Rücken der flachen Hand, Hippocr. u. Sp., vgl. Lob. zu Phryn. 870.

Greek (Liddell-Scott)

ὀπισθέναρ: -ᾰρος, τό, τὸ ὄπισθεν τῆς χειρός, «καὶ τὸ μὲν ἔνδοθεν τῆς χειρὸς σαρκῶδες ἀπὸ τοῦ μεγάλου δακτύλου μέχρι τοῦ λιχανοῦ, θέναρ καλεῖται, τὸ δὲ ἔξωθεν ὀπισθέναρ» Πολυδ. Β΄, 143, 144, Γαλην.

Greek Monolingual

το (Α ὀπισθέναρ, -αρος)
η σαρκώδης προεξοχή που σχηματίζεται στο ωλένιο χείλος της παλάμης από τους μυς του μικρού δακτύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπισθο-θέναρ (< ὄπισθεν + θέναρ «το κοίλο της παλάμης, χούφτα»), με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς)].