οροφώ

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

(ΑΜ ὀροφῶ, -όω) οροφή / όροφος]]
επικαλύπτω κάποιον χώρο με οροφή, στεγάζω, σκεπάζω, ταβανώνω («οἰκίαν τετραγώνοις ὠροφωμένην δοκοῑς», Πλούτ.)
μσν.
μτφ. επικαλύπτω, επιστεγάζω
αρχ.
δίνω σε κάτι το σχήμα οροφής, στέγης.