ὀρχηστήρ

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, = sq.,

   A κοῦροι ὀρχηστῆρες Il.18.494, cf. Hes.Fr.198.3 ; ὀρχηστῆρες Ἐνυοῦς Nonn.D.28.275; ὀρχηστὴρ πολέμοιο, i.e. warrior, ib.304 ; of fishes taken out of the water, Opp.C.1.61.

German (Pape)

[Seite 390] ῆρος, ὁ, = Folgdm; κοῦροι ὀρχηστῆρες, Il. 18, 494; Luc. salt. 13.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρχηστήρ: -ῆρος, ὁ, = τῷ ὀρχηστής, κοῦροι ὀρχηστῆρες Ἰλ. Σ. 494, Ἡσ. Ἀποσπ. 94 Göttl. ΙΙ. ἰχθὺς σκιρτῶν ἢ πηδῶν, Ὀππ. Κυν. 1.61.

French (Bailly abrégé)

τῆρος (ὁ) :
danseur, particul. danseur qui joue la pantomime.
Étymologie: ὀρχέω.

English (Autenrieth)

ῆρος, and ὀρχηστής: dancer.

Greek Monolingual

ὀρχηστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ορχηστής
2. ψάρι που σπαρταρά
3. φρ. «ὀρχηστὴρ πολέμοιο» — πολεμιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀρχησ- του ὀρχοῦμαι + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνησ-τήρ)].