οφιογενής

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ὀφιογενής, -ές (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῑς
ονομασία μερικών ασιατικών φυλών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].