ὀφιογενής, -ές (Α)1. αυτός που γεννήθηκε από φίδι2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Ὀφιογενεῑςονομασία μερικών ασιατικών φυλών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄφις, -ιος + -γενής (< γένος < γίγνομαι)].