οφθαλμαπάτη

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
η κατάσταση κατά την οποία βλέπει κάποιος πράγματι ανύπαρκτα ή διαφορετικά από τα υπάρχοντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αρ. Προβελέγιο].