παλαίμαχος

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο
1. παλιός και έμπειρος πολεμιστής
2. μτφ. έμπειρος, επιδέξιος σε οποιονδήποτε τομέα επιστήμης ή τέχνης, βετεράνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλαι + -μαχος (< μάχομαι). Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις].