πανασκηθής

Revision as of 12:12, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ές,

   A all-unharmed, Hsch.

German (Pape)

[Seite 457] ές, ganz unversehrt, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰνασκηθής: -ές, ὁ κατὰ πάντα ἀσκηθής, οὐδεμίαν βλάβην παθών, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

πανασκηθής, -ές (Α)
(κατά τον Ησύχ.) αυτός που δεν υπέστη καμία βλάβη, ακέραιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἀσκηθής «ασφαλής, αβλαβής»].