παλίμπους

Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

English (LSJ)

ὁ, ἡ, gen. ποδος,

   A going back, returning, Lyc.126, AP5.162 (Mel.); π. ἡ τύχη περιίσταται J.BJ4.1.6.

German (Pape)

[Seite 449] ποδος, zurückgehend; παλίμπους στεῖχε, Mel. 108 (V, 165); στῆσαι παλίμπουν εἰς πάτραν, Lycophr. 126; τύχη, Ios.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλίμπους: ὁ, ἡ, ὁ ὀπίσω πορευόμενος, ἐπιστρέφων, Ἀνθ. Π. 5. 163, Λυκόφρ. 126· π. τύχη, τἀνάπαλιν, ἐναντίον συμβεβηκός, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 4. 1, 6.

Greek Monolingual

παλίμπους, -ποδος, ο, η (ΑΜ)
αυτός που πορεύεται προς τα πίσω, αυτός που επιστρέφει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + πούς.