παρακάνω
Greek Monolingual
και παρακάμνω
1. κάνω κάτι με υπερβολή, ξεπερνώ τα ανεκτά όρια ως προς κάτι που κάνω ή ως προς τη συμπεριφορά μου
2. φρ. α) «παρακάνει ζέστη [ή κρύο]» — ο καιρός είναι πάρα πολύ ζεστός ή πάρα πολύ ψυχρός
β) «το παρακάνω» — υπερβαίνω τα εσκαμμένα, βγαίνω από τα όρια, κάνω κατάχρηση
3. (η μτχ. παθ. παρακμ.) παρακαμωμένος, -η, -ο
(για φρούτα και λαχανικά) παραγινωμένος, υπερώριμος.