υπερώριμος

From LSJ

ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
(κυριολ. και μτφ.) υπερβολικά ώριμος, παραγινωμένος, παραφτασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ- + ώριμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].