παρασπόνδηση
Greek Monolingual
η / παρασπόνδησις, -εως, ΝΑ παρασπονδώ
παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία.
η / παρασπόνδησις, -εως, ΝΑ παρασπονδώ
παράβαση τών σπονδών, τών συνθηκών, αθέτηση υποσχέσεως, καταπάτηση όρκου, παρασπονδία.