καταπάτηση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Α καταπάτησις) καταπατώ
το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα
νεοελλ.
1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου»)
2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας»)
3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων του ανθρώπου»)
4. αθέτηση υποσχέσεως
αρχ.
περιοδεία, επιθεώρηση, έλεγχος.