παρατονία

Revision as of 12:14, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
μουσ. η ιδιότητα του παράτονου, μουσική παραφωνία, λανθασμένος τόνος φωνής, κν. φάλτσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παράτονος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].