πάρτι

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το
άκλ. συγκέντρωση γνωστών και φίλων για διασκέδαση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. party < παλαιότερο αγγλ. partie «μερίδιο, μέρος» < αρχ. γαλλ. partie, θηλ. της μτχ. του ρ. partir «μοιράζω»].