η πασάρω1. μεταβίβαση αντικειμένου από χέρι σε χέρι2. (αθλ.) μεταβίβαση της μπάλας από παίκτη σε παίκτη3. φρ. «κάνω πάσα» — κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να μεταβιβάσω σε άλλον ευθύνη, βάρος ή ενόχληση.