πασάρω

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source

Greek Monolingual

και πασαίρνω και πασέρνω
1. μεταβιβάζω, διαβιβάζω κάτι από χέρι σε χέρι
2. (κατ' επέκτ.) κατορθώνω με επιτήδειο τρόπο να δώσω σε άλλον κάτι που μού προκαλεί βάρος ή ενόχληση («μού πάσαρε το σχισμένο χιλιάρικο»)
3. (αθλ.) μεταβιβάζω την μπάλα σε συμπαίκτη μου, δίνω πάσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. passare «περνώ»].