παρόρμηση

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / παρόρμησις, -ήσεως, ΝΜΑ [[[παρορμώ]] (Ι)]
παρακίνηση, προτροπή
νεοελλ.
(ψυχολ.) έντονη και ακατανίκητη τάση, ενσυνείδητη ή υποσυνείδητη, για την εκτέλεση συγκεκριμένης πράξης, συνήθως σε συνδυασμό με έλλειψη επαρκών αναστολών.