πάτωμα
Greek Monolingual
το πατώνω
1. η πράξη του πατώνω, η κατασκευή πατώματος
2. το φθάσιμο, το ακούμπημα τών πελμάτων τών ποδιών στον βυθό, στον πυθμένα φυσικής ή τεχνητής κοιλότητας με νερό
3. το δάπεδο και μάλιστα το κατασκευασμένο με σανίδες
4. κάθε όροφος οικοδομήματος
5. οριζόντια κατασκευή που αποτελείται από σύστημα ξύλινων, σιδερένιων ή από σιδηροπαγές σκυρόδεμα δοκαριών τα οποία στηρίζονται στους τοίχους τών οικοδομών, καλύπτεται και από τις δύο πλευρές από κατάλληλη επιφανειακή στρώση και χρησιμοποιείται για τη διαίρεση τών οικοδομών σε ορόφους.