πατώνω

From LSJ

ἤπειρον εἰς ἄπειρον ἐκβάλλων πόδα → departing to the limitless mainland

Source

Greek Monolingual

πάτος
1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής
2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους
3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει
4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης, δεξαμενής κατά την κολύμβηση.