Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πατώνω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

πάτος
1. κατασκευάζω πάτωμα οικοδομής
2. κατασκευάζω τον πυθμένα κιβωτίου, βαρελιού ή άλλου σκεύους
3. στοιβάζω πιέζοντας κάτι σε σακί, αγγείο, κιβώτιο, πατικώνω κάτι για να χωρέσει
4. αγγίζω με τα πέλματα τον πυθμένα θάλασσας, λίμνης, δεξαμενής κατά την κολύμβηση.