ακούμπημα
From LSJ
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
Greek Monolingual
και ακούμπισμα, το ακουμπώ
1. η στήριξη σε σταθερό σημείο
2. η ενέργεια της στήριξης
3. το μερος όπου στηρίζεται κάτι
4. το αποκούμπι, η υποστήριξη
5. το ενέχυρο και η ενεχυρίαση.