πείσμων

Revision as of 12:15, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (31)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-ον
1. αυτός που έχει πείσμα, ισχυρογνώμων, πεισματάρης, δύστροπος
2. αυτός που γίνεται με πείσμα, πεισματώδης, πεισματάρικος («προέβαλε πείσμονα αντίσταση»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πείθ-μων (< θ. πειθ- του πείθω) + επίθημα -μων (πρβλ. λήσμων). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Καιροί].