περικάθαρμα

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A expiation, ib.Pr.21.18.    II = κάθαρμα 1.2, περικαθάρματα τοῦ κόσμου 1 Ep.Cor. 4.13, cf. Arr.Epict.3.22.78.

German (Pape)

[Seite 578] τό, = κάθαρμα, Apoll. L. H.; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

περικάθαρμα: τό, καθαρμός, ἐξάγνισις, Ἑβδ. (Παροιμ. ΚΑ΄, 18). ΙΙ. = κάθαρμα Ι. 2, Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. δ΄, 13· ἄθλιος ἄνθρωπος, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 78· πρβλ. φαρμακὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
1 purification, expiation;
2 objet de purification ; d’où homme ou être impur.
Étymologie: περί, καθαίρω.

English (Strong)

from a compound of περί and καθαίρω; something cleaned off all around, i.e. refuse (figuratively): filth.

English (Thayer)

(περικαθίζω) 1st aorist participle περικαθισας;
1. in classical Greek transitive, to bid or make to sit around, to invest, besiege, a city, a fortress.
2. intransitive, to sit around, be seated around ; so in Luke 22:55 Lachmann text

Greek Monolingual

τὸ, Α περικαθαίρω
1. καθαρμός, εξάγνιση
2. μτφ. (για πρόσ.) απόβρασμα της κοινωνίας, κάθαρμα («ὡς περικαθάρματα τοῡ κόσμου ἐγεννήθημεν», ΚΔ).