περικαθίζω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθίζω Medium diacritics: περικαθίζω Low diacritics: περικαθίζω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΙΖΩ
Transliteration A: perikathízō Transliteration B: perikathizō Transliteration C: perikathizo Beta Code: perikaqi/zw

English (LSJ)

A cause to sit around or cause to sit over, Hp.Mul.1.51.
2 περικαθίζω στρατὸν τῇ πόλει invest a city, J.AJ8.14.1, cf. 13.5.5.
II intr., sit round, τῇ πυρᾷ Max.Tyr.27.6, cf. Ach.Tat.3.5, Orib.Eup.4.113.4: but usually besiege, φρούριον Wilcken Chr.11 B 10 (ii B.C.); τὸ τεῖχος v.l. in D.S.20.103; π. κύκλῳ τὴν πόλιν App.Hisp.53; περὶ or ἐπὶ τὴν πόλιν, LXX 1 Ma.11.61, 4 Ki.6.24: abs., J.AJ12.8.1, al.
III Med., invest, περικαθεζόμενοι (aor. part.) τὸ τεῖχος D.59.102; τὴν πόλιν περικαθισάμενος Memn.45.1: intr. in pass. form, περικαθεσθέντες = having sat down round about, Luc.VH1.23, S.E.P.3.232: pres.inf. περικαθέζεσθαι, = obsidere, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 578] (s. ἵζω), rings herum oder umher setzen, Sp., wie LXX.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καθίζω, ptc. aor. pass. περικαθεσθείς om... heen doen zitten, doen zitten op. rondom... zitten:; περὶ τράπεζαν om de tafel Luc. 13.23; belegeren:. τὸ τεῖχος de stadsmuur Apollod. [Dem.] 59.102.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθίζω: осаждать (τὸ τεῖχος Diod.).

Greek Monolingual

Α
1. καθίζω κάποιον ή κάτι ολόγυρα ή πάνω από κάτι
2. τοποθετώ, εγκαθιστώ κάποιον ή κάτι γύρω από κάποιον ή από κάτι («περικαθίζειν στρατὸν τῇ πόλει», Ιώσ.)
3. περικυκλώνω, πολιορκώ
4. (αμτβ.) κάθομαι ή βρίσκομαι γύρω γύρω από κάτι.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθίζω: καθίζω ὁλόγυρα, πολιορκῶ, τὸ τεῖχος Διόδ. 20. 103· περικαθίσας κύκλῳ τὴν πόλιν Ἀππ. Ἰβηρ. 53· περιεκάθισε περὶ ἢ ἐπὶ τὴν πόλιν Ἑβδ. (Α΄ Μακκ. ΙΑ΄, 61., Δ΄ Βασιλ. Ϛ΄, 24).

Chinese

原文音譯:sugkaq⋯zw 尋格-卡特-衣索
詞類次數:動詞(2)
原文字根:共同-下-安頓的 相當於: (יָשַׁב‎ / יָשׁוּב‎)
字義溯源:(使之)一同坐著,一同坐;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=同)與(καθίζω)=坐下)組成,其中 (καθίζω)出自(καθέζομαι)=就座),而 (καθέζομαι)又由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(ἑδραῖος)=坐定的)組成,其中 (ἑδραῖος)出自(Ἑζεκίας)X*=坐)
出現次數:總共(2);路(1);弗(1)
譯字彙編
1) 一同坐(1) 弗2:6;
2) 一同坐著(1) 路22:55