περισμύχω

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

[ῡ],

   A consume by a slow fire, Orph.L.602 ; of love, AP 5.291.11 (Agath.).

German (Pape)

[Seite 591] (s. σμύχω), von allen Seiten, gänzlich im schmauchenden, leise qualmenden Feuer verzehren, übtr. von Sorgen, Agath. 25 (V, 292).

Greek (Liddell-Scott)

περισμύχω: [ῡ], καταναλίσκω πανταχόθεν, φθείρω, καταστρέφω, ἐρυσίβην ἢ τε... ἀμφὶ περὶ σταχύεσσι περισμύχουσα κάθηται Ὀρφ. Λιθ. 596· ἐπὶ τοῦ ἔρωτος, εἰσοράαν γὰρ καὶ σὲ μάκαρ ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες Ἀνθ. Π. 5. 292.

Greek Monolingual

Α
1. λειώνω, κατακαίω, καταστρέφω κάτι με σιγανή, υποκαίουσα φωτιά
2. (και μτφ.) λειώνω κάποιον από τις ερωτικές μέριμνες («ποθέω καὶ γλυκερὴν δάμαλιν, ἧς με περισμύχουσι μεληδόνες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σμύχω «σιγοκαίω, σιγοβράζω»].