ποθέω
θνῄσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία → loyalty dies and disloyalty is born
English (LSJ)
Od.1.343, etc.; Aeol. ποθήω Sapph.23; Ep. inf.
A ποθήμεναι Od.12.110: Ep. impf. πόθεον Il.2.726, etc.; also ποθέεσκον 1.492, Call.in PSI9.1092.51: fut. ποθήσω X.Mem.3.11.3, Oec.8.10, (ἐπι-) Hdt.5.93; also ποθέσομαι Lys.8.18, Pl.Phd. 98a: aor. ἐπόθεσα, Ep. πόθεσα, inf. ποθέσαι, Il.15.219, Od.2.375, 4.748, (προ-) Gal.Thras. 29; ἐπόθησα Pl.Men.84c, X.HG5.3.20, etc.; both forms in codd. of Hdt., ἐπόθησε 3.36, ἐπόθεσαν 9.22; ἐπόθεσα also in codd. of Isoc.4.122, 19.7: pf. πεπόθηκα AP11.417, S.E.M.11.139, etc.:—Med., S.Tr.103(lyr.):—Pass., pf. πεπόθημαι Orph.H.81.3, etc.: (cf. πόθος fin.):—long for, yearn after (what is absent), miss or regret (what is lost), φθινύθεσκε… αὖθι μένων, ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε Il.1.492; πόθεόν γε μὲν ἀρχόν 2.703; τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Od.1.343; π. στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς Pi.O.6.16, cf. Hdt.3.36, 9.22, etc.; ἄνδρας πόλις ἥδε ποθεῖ IG12.945.10; ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις A.Ag.545; τὸν δ' ἐμὸν δῆμον ποθῶν Ar.Ach.33; ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Id.Pl.1127; αἱ κνῆμαι… σου… τὰς πέδας π. ib.276; ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει the place itself will miss what is absent, X.Oec.8.10; π. τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονάς Pl.R. 329a, cf. Ti.19a, And. 1.70:—Pass., S.Tr.632, etc.; ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη) Ar.Pax586; ποθεῖκαὶ ποθεῖται Pl.Phdr.255d.
2 of things, crave, require, τί γὰρ π. τράπεζα; E.Fr.467; π. ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Pl.Smp. 204d, cf. Prt.352a.
II c. inf., to be anxious to do, E.Hec.1020, Antipho5.64, X.An.6.4.8; τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν my sickness needs to take thee... S.Ph.675; ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι; do we still feel that it has not been satisfactorily proved? Pl.Lg. 896a:—Pass., ποθεῖται… λεχθῆναι requires to be stated, Arist.EN1097b23.
III abs., love with fond regret, οἱ δὲ ποθεῦντες ἐν ἤματι γηράσκουσι Theoc.12.2, cf. Luc.Im.22, etc.
2 τὸ ποθοῦν longing, desire (wrongly expld. by Sch. as = τὸ ποθούμενον), S.Tr.196.
3 Med. only in ib.103(lyr.), ποθουμένα φρήν the longing soul, cf. Eust.806.56.
German (Pape)
[Seite 644] fut. ποθήσω, z. B. Xen. Mem. 3, 11, 3, auch ποθέσομαι, Lys. 8, 18; aber bei Plat. Phaed. 98 a ist die Lesart unsicher; aor. ἐπόθεσα, Hom., u. ἐπόθησα, ποθέσαι Theocr. 10, 8; bei Her. steht 9, 22 ἐπόθεσαν, 3, 36 ἐπόθησε; ποθέσαι schreibt Bekk. Isocr. 4, 122; aus Sp. werden auch perf. πεπόθηκα, πεπόθημαι, aor. pass. ἐποθέσθην angeführt; – wünschen, begehren, bes. nach Abwesendem, Fernem oder Verlorenem sich sehnen, wie desiderare, auch vermissen; τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω, Od. 1, 343; τῶν μὲν ἄρ' οὔτι πόθει, er vermißte Nichts von dem, 13, 219; πόθεον δέ μιν ἐσθλὸν ἐόντα, Il. 2, 709; ὅτε κέν σε μεταλλῶσιν ποθέοντες, wenn sie dich danach fragen sollten, indem sie die Waffen vermissen, Od. 16, 287; ποθέεσκε δ' ἀϋτήν τε πτόλεμόν τε, Il. 1, 492; πόθεσαν, ποθέσαι, 15, 219 Od. 4, 748; auch ein eigenthümlicher inf. ποθήμεναι, wie von πόθημι, Od. 12, 110; ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμόν, Pind. Ol. 6, 16; Aesch. oft, bes. Pers., auch ποθεῖν ἃ μὴ χρή, Ag. 333; ποθοῦντι προὐφάνης, Soph. O. C. 1501, u. öfter; auch pass., τἀκεῖθεν εἰ ποθούμεθα, Tr. 629; νεῶν λῦσαι ποθοῦσιν πόδα, Eur. Hec. 1020, u. oft; ποθεῖν τὸν οὐ παρόντα, Ar. Plut. 1127; ποθουμένη πᾶσιν εἰρήνη, Pax 575; u. in Prosa: ἐπόθησε τὸν Κροῖσον, Her. 3, 36; ἔτι ποθεῖ ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε, Plat. Conv. 204 d, u. oft; πρὶν ἐπόθησε τὸ εἰδέναι, Men. 84 c; ἐπόθουν ἐς τὴν Ἑλλάδα σώζεσθαι, Xen. An. 6, 2, 8, der auch vrbdt ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει, Oec. 8, 10, der Platz selbst zeigt schon das Fehlende an, wird es vermissen lassen. – Bes. sehnsüchtig lieben, οἱ ποθεῦντες ἐν ἄματι γηράσκουσι, Theocr. 12, 2, u. öfter in der Anth. – Soph. braucht es einmal als dep. med., ποθουμένᾳ γὰρ φρενὶ πυνθάνομαι, Tr. 103; vgl. Stephan. de Dial. att. p. 65.
French (Bailly abrégé)
ποθῶ :
f. ποθήσω ou ποθέσομαι, ao. ἐπόθησα ou ἐπόθεσα, pf. πεπόθηκα;
Pass. ao. ἐποθέσθην, pf. πεπόθημαι;
désirer une chose absente ou éloignée ; p. suite :
1 regretter, acc. ; avec un suj. de chose : ἡ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει XÉN la place même fera regretter ce qui manque;
2 désirer avec ardeur, réclamer ; avec l'inf., désirer avec ardeur de, être impatient de, réclamer ; abs. aimer passionnément;
Moy. ποθέομαι, ποθοῦμαι regretter, souhaiter avec ardeur.
Étymologie: πόθος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποθέω, Aeol. ποθήω, ep. inf. act. ποθήμεναι; Ion. imperf. ἐπόθεον ἐπόθεες ἐπόθεε, ep. πόθεον, iter. ποθέεσκον; ep. aor. πόθεσα, inf. ποθέσαι; fut. ποθήσω, med. ook ποθέσομαι missen, verlangen naar (wat er niet is), met acc.:; οὐδὲ μὲν οὐδ’ οἳ ἄναρχοι ἔσαν, πόθεόν γε μὲν ἀρχόν toch waren zij niet zonder leiding, maar zij misten hun leider wel Il. 2.703; ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα jij mist degene die er niet is Aristoph. Pl. 1127; τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονὰς ποθοῦντες terugverlangend naar het plezier in hun jeugd Plat. Resp. 329a; met epexeg. inf..; ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι...; missen we nog iets, zodat niet afdoende is aangetoond dat...? Plat. Lg. 896a; vurig verlangen:; ποθεῖν αὐτόν hem begeren Luc. 43.22; pass..; πάλαι ποθουμένη naar wie we al zo lang verlangen Aristoph. Ach. 885; abs. ook med..; ποθουμένᾳ... φρενί met smachtend hart Soph. Tr. 103; abs. verliefd zijn. Theocr. Id. 12.2. verlangen om, met inf.:; τὸ γὰρ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν mijn ziekte wil zielsgraag u als helper krijgen Soph. Ph. 675; ἐπόθουν εἰς τὴν Ἑλλάδα σῴζεσθαι zij verlangden ernaar veilig naar Hellas te komen Xen. An. 6.4.8; pass.. ποθεῖται δ’ ἐναργέστερον... ἔτι λεχθῆναι waarnaar verlangd wordt is een nog duidelijker uiteenzetting Aristot. EN 1097b23.
Russian (Dvoretsky)
ποθέω: эол. ποθήω (fut. ποθήσω - med. тж. ποθέσομαι, aor. ἐπόθησα и ἐπόθεσα, pf. πεπόθηκα; pass.: aor. ἐποθέσθην, pf. πεπόθημαι; эп. inf. ποθήμεναι)
1 страстно желать, жаждать (τι и τινα Hom., Her.): π. τὸν οὐ παρόντα Arph. томиться по отсутствующем; π. ποθοῦντα Aesch. тосковать по тоскующем, т. е. друг по другу; ποθεῖ καὶ ποθεῖται Plat. (любящий) тоскует и по нем тоскуют; π. λῦσαι οἴκαδε πόδα Eur. стремиться вернуться домой; ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη)! Arph. о вожделенный мир!; ποθουμένη φρήν Soph. тоскующая душа;
2 нуждаться, требовать (ποθεῖ ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Plat.): τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν Soph. (моя) болезнь нуждается в твоей поддержке; ποθεῖται ἐναργέστερον τί ἐστιν λεχθῆναι Arst. желательно более ясное определение;
3 ощущать недостаток: ποθοῦμεν ἔτι τι τῶν ῥηθέντων ὡς ἀπολειπόμενον; Plat. нет ли у нас какого-л. пробела в сказанном?
English (Autenrieth)
inf. ποθήμεναι, part. ποθέων, -ουσα, ipf. πόθεον, πόθει, iter. ποθέεσκε, aor. πόθεσαν, inf. ποθέσαι: miss one that is absent, yearn for, desire, Od. 2.375, Od. 11.196.
English (Slater)
ποθέω
a miss, yearn for c. acc. “ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” (O. 6.16)
b desire c. inf. ἦ πόλλ' ἀμφὶ κρουνοῖς Πάγασον ζεῦξαι ποθέων ἔπαθεν (O. 13.64)
Greek Monotonic
ποθέω: Επικ. απαρ. ποθήμεναι (όπως αν προερχόταν από πόθημι)· Επικ. παρατ. πόθεον, Ιων. ποθέεσκον· μέλ. ποθήσω και ποθέσομαι, αόρ. αʹ ἐπόθεσα, Επικ. πόθεσα, επίσης ἐπόθησα· παρακ. πεπόθηκα· (πόθος)·
I. 1. λαχταρώ κάτι, ποθώ διακαώς κάτι που μου λείπει ή λυπάμαι για κάτι που είναι χαμένο, Λατ. desiderate, σε Ομήρ. κ.λπ.· ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα, σε Αριστοφ.· ποθέω τὰς ἐν νεότητι ἡδονάς, σε Πλάτ. — Παθ., ὦ ποθουμένη (ενν. εἰρήνη), σε Αριστοφ.
2. λέγεται για πράγματα, απαιτώ, ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε, σε Πλάτ.
II. με απαρ., είμαι ανήσυχος να κάνω κάτι, σε Ευρ.· τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν, η ασθένειά μου επιβάλλει να πάρω εσένα για βοηθό, σε Σοφ.
III. 1. απόλ., τὸ ποθοῦν, η επιθυμία κάποιου, η λαχτάρα κάποιου, στον ίδ.
2. ως αποθ., ποθουμένη φρήν, η ψυχή που λαχταρά, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
ποθέω: Ὀδ. Ἀττ.· Ἐπικ. ἀπαρ. ποθήμεναι (ὡσπερεὶ ἐκ τοῦ πόθημι) Ὀδ. Μ. 110· ― Ἐπικ. παρατ. πόθεον Ἰλ. Β. 726, κτλ.· Ἰον. ποθέεσκον Ι. 492· ― μέλ. ποθήσω Ξεν. Ἀπομν. 3. 11, 3, Οἰκ. 8, 10, (ἐπι-) Ἡρόδ. 5. 93· ἀλλ’ ὡσαύτως ποθέσομαι, Λυσ. 114. 4, Πλάτ. Φαίδων Δ. 98Α· ― ἀόρ. ἐπόθεσα. Ἐπικ. πόθεσα, ἀπαρ. ποθέσαι Ἰλ. Ο. 219, Ὀδ. Β. 375, Δ. 748· ἐπόθησα Πλάτ. Μένων 84C, Ξεν. Ἑλλ. 5. 3, 20, κτλ.· τὰ Ἀντίγραφα τοῦ Ἡροδ. παρέχουσιν ἀμφοτέρους τοὺς τύπους, 3. 36, 9. 22· καὶ ἐπόθεσα, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἰσοκρ. 66Β, 385Ε· πρκμ. πεπόθηκα Ἀνθ. Π. 11. 417, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ. ― Μέσ., Σοφ. Τρ. 103 (λυρ.). ― Παθ., ἀόρ. ἐποθήθην (προ-) Γαλιν.· πρκμ. πεπόθημαι Ὀρφ. Ὕμν. 81, Χρησ. Σιβ. 5. 261, κτλ.: (ποθή, πόθος). Ὡς καὶ νῦν, ἐπιθυμῶ σφοδρῶς, ἐπιζητῶ πολὺ (τὸ ἀπόν), λυποῦμαι διὰ τὴν στέρησιν (τοῦ ἀπολωλότος), λατ. desiderare, φθινύθεσκε... αὖθι μένων, ποθέεσκε δ’ ἀϋτήν τε πόλεμόν τε Ἰλ. Α. 492· πόθεόν γε μὲν ἀρχὸν Β. 709· τοίην γὰρ κεφαλὴν ποθέω Ὀδ. Α. 343, κτλ.· οὕτω παρὰ Πινδ. Ο. 6. 25, Ἡροδ. 3. 36, καὶ Ἀττ.· ποθεῖν ποθοῦντα τήνδε γῆν στρατὸν λέγεις; Αἰσχ. Ἀγ. 545· ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Ἀριστοφ. Πλ. 1127· αἱ κνῆμαι... σου… τὰς πέδας π. αὐτόθι 276· ἡ γὰρ χώρα αὐτὴ τὸ μὴ ὂν ποθήσει, διότι αὐτὴ ἡ (κενωθεῖσα) θέσις θὰ ζητῇ τὸ ἀπὸν ἀπὸ ἐκεῖ πρᾶγμα, Ξεν. Οἰκ. 8, 10· π. τὰς ἐν τῇ νεότητι ἡδονὰς Πλάτ. Πολ. 329Α. ― Παθ., Σοφ. Τρ. 632, κτλ.· ὦ ποθουμένη (ἐξυπ. Εἰρήνη) Ἀριστοφ. Εἰρ. 586· ποθεῖ καὶ ποθεῖται Πλάτ. Φαῖδρ. 255D. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἀπαιτῶ, περιμένω, τί γὰρ ποθεῖ τράπεζα; Εὐρ. Ἀποσπ. 470 ποθεῖ ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Πλάτ. Συμπ. 204D, πρβλ. Πρωτ. 352Α. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., εἶμαι ἀνυπόμονος νὰ πράξω τι, Εὐρ. Ἑκ. 1020, Ἀντιφῶν 137. 2, Ξεν. Ἀν. 6. 2, 8· τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν, ἡ νόσος μου ἔχει ἀνάγκην νά σε λάβῃ…, Σοφ. Φιλ. 675· ἆρα ἔτι ποθοῦμεν μὴ ἱκανῶς δεδεῖχθαι; ἀκόμη παραπονούμεθα ὅτι δὲν ἀπεδείχθη ἐπαρκῶς; Πλάτ. Νόμ. 896Α, πρβλ. Τίμ. 19Α, Ἀνδοκ. 10. 2. ― Παθ., ποθεῖται... λεχθῆναι, ἀπαιτεῖται νὰ λεχθῇ..., Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 7, 9. ΙΙΙ. ἀπολ., ἀγαπῶ μετὰ στοργῆς καὶ πόθου, οἱ δὲ ποθεῦντες ἐν ἄματι γηράσκουσι Θεόκρ. 12. 2, πρβλ. Λουκ. Εἰκ. 22, κτλ. 2) παρὰ Σοφ. Τρ. 196, τὸ ποθοῦν, δὲν δύναται νὰ εἶναι = πρὸς τὸ ποθούμενον (κατὰ τὸν Σχολ.), ἀλλὰ δύναται νὰ σημαίνῃ τὴν ἐπιθυμίαν, τὸν πόθον τινὸς (πρβλ. τὸ θέλον Ο. Κ. 1219· τὸ δεδιός, τὸ μελετῶν Θουκ. 1. 36, 142)· ὁ Ἕρμανν. ἐκλαμβάνει αὐτὸ ὡς ὀνομ. = οἱ ποθοῦντες. 3) ὡς ἀποθ. μόνον ἐν Σοφ. Τρ. 103, ποθουμένη φρήν, ἡ σφοδρῶς ἐπιθυμοῦσα ψυχή, πρβλ. 632, Εὐστ. εἰς Ἰλ. 806. 56.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: to desire, to long for, to miss (Il.).
Other forms: Inf. -ήμεναι (Od.), ind. -ήω (Sapph.), aor. ποθ-έσαι (Il.), -ῆσαι (IA.), fut. -έσομαι (Att.), -ήσω (IA.), perf. πεπόθ-ηκα, -ημαι (late).
Compounds: Rarely w. prefix, esp. ἐπι-.
Derivatives: (ἐπι-) πόθ-ησις, -ημα (Aq., Ep. Cor. a.o.), ἐπιποθ-ία (Ep. Rom.) longing; also ποθ-ητύς f. id. (Opp.; Benveniste Noms d'agent 73), -ήτωρ m. desirous person (Man.). -- Besides πόθος m. desire, longing, love (Il.), also as plantname (Thphr.; cf. Strömberg Pfl.namen 107 w. lit.), ποθή f. id. (Hom., late prose), with ποθεινός longed for (Lyr., trag., also Att. prose), after ἀλγεινός a.o.; -ινός id. (AP); on πόθος: ποθή Bolelli Stud. itfllcl. N. S. 24, 111ff.
Origin: IE [Indo-European] [488] *gʷʰedʰ- pray
Etymology: Beside the present ποθέω stands a primary verb, which is best represented through the aorist θέσσασθαι (s. v.); it is therefore obvious to take ποθέω as an orig. iterative-intensive and to equate it wih a corresponding Celt. formation, OIr. guidiu pray (Schwyzer 719, Chantraine Gramm. hom. 1, 348 f.). From primary verb were also the nom. actionis πόθος, ποθή derived, IE *gʷhódh-os/, -ā́, to which ποθέω because of its strong phonetic differentition from the main verb was considered as denom. -- The mentioned verbal nouns have no correspondence outside Greek; note however a Celt. i̯ā-derivation, OIr. guide f. prayer (from *gʷhodh-i̯ā; cf. ἐπιποθ-ία). To the s. θέσσασθαι mentioned Celt. and Iran. words belong several, for Greek unimportant, cognates in Balto-Slav., e.g. the nasal verbs Lith. pa-si-gendù, -gedaũ, -gèsti miss, long for, OCS žęždǫ, žędati desire, long for, thirst, s. Fraenkel s. gèsti 2 and Vasmer s. žadátь w. lit.; on the whole still WP. 1, 673, Pok. 488.
Middle Liddell
πόθος ποθήμεναι as if from πόθημι]
I. to long for, yearn after what is absent, to miss or regret what is lost, Lat. desiderare, Hom., etc.; ποθεῖς τὸν οὐ παρόντα Ar.; π. τὰς ἐν τῆι νεότητι ἡδονάς Plat.:—Pass., ὦ ποθουμένη (sc. Εἰρήνη) Ar.
2. of things, to require, ποθεῖ ἡ ἀπόκρισις ἐρώτησιν τοιάνδε Plat.
II. c. inf. to be anxious to do, Eur.; τὸ νοσοῦν ποθεῖ σε ξυμπαραστάτην λαβεῖν my sickness needs to take thee as an assistant, Soph.
III. absol., τὸ ποθοῦν one's desiring, one's longing, Soph.
2. as Dep., ποθουμένη φρήν the longing soul, Soph.
Frisk Etymology German
ποθέω: (seit Il.),
{pothéō}
Forms: Inf. -ήμεναι (Od.), Ind. -ήω (Sapph.), Aor. ποθέσαι (seit Il.), -ῆσαι (ion. att.), Fut. -έσομαι (att.), -ήσω (ion. att.), Perf. πεπόθηκα, -ημαι (sp.),
Meaning: verlangen, sich sehnen, vermissen.
Composita: vereinzelt m. Präfix, bes. ἐπι-,
Derivative: Davon (ἐπι-) πόθησις, -ημα (Aq., Ep. Kor. u.a.), ἐπιποθία (Ep. Rom.) Sehnsucht; auch ποθητύς f. ib. (Opp.; Benveniste Noms d'agent 73), -ήτωρ m. der Sehnsüchtige (Man.). — Daneben πόθος m. Verlangen, Sehnsucht, Liebe (seit Il.), auch als Pflanzenname (Thphr.; vgl. Strömberg Pfl.namen 107 m. Lit.), ποθή f. ib. (Hom., sp. Prosa), mit ποθεινός ersehnt (Lyr., Trag., auch att. Prosa), nach ἀλγεινός u.a.; -ινός ib. (AP); zu πόθος: ποθή Bolelli Stud. itfllcl. N. S. 24, 111ff.
Etymology: Neben dem Präsens ποθέω steht ein primäres Verb, das vor allem durch den Aorist θέσσασθαι (s. d.) vertreten ist; es liegt deshalb nahe, ποθέω als ein urspr. Iterativ-Intensiv aufzufassen und einer entsprechenden kelt. Bildung, air. guidiu bitte gleichzusetzen (Schwyzer 719, Chantraine Gramm. hom. 1, 348 f.). Vom primären Verb wurden auch die Nom. actionis πόθος, ποθή abgeleitet, idg. *gʷhódh-os/, -ā́, zu denen ποθέω wegen der starken lautlichen Differenzierung vom Hauptverb als Denom. empfunden wurde. —Die genannten Verbalnomina haben außerhalb des Griechischen kein Gegenstück; zu bemerken jedoch eine kelt. i̯ā-Ableitung, air. guide f. Gebet (aus *gʷhodh-i̯ā; vgl. ἐπιποθία). Zu den s. θέσσασθαι erwähnten kelt. und iran. Wörtern gesellen sich mehrere, fürs Griech. belanglose Verwandte im Baltoslav., z.B. die Nasalverba lit. pa-si-gendù, -gedaũ, -gèsti vermissen, sich sehnen, aksl. žęždǫ, žędati begehren, sich sehnen, dürsten, s. Fraenkel s. gèsti 2 und Vasmer s. žadátь m. Lit.; zum Ganzen noch WP. 1, 673, Pok. 488.
Page 2,570