περισοφίζομαι

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

   A overreach, cheat, τινα Ar.Av.1646.

German (Pape)

[Seite 591] überlisten, betrügen, Ar. Av. 1646.

Greek (Liddell-Scott)

περισοφίζομαι: ἀποθετ., ἐξαπατῶ, ἀπατῶ, τινα Ἀριστοφ. Ὄρν. 1646.

French (Bailly abrégé)

tromper par des sophismes.
Étymologie: περί, σοφίζομαι.

Greek Monolingual

Α
απατώ, εξαπατώ κάποιον («οἴμοι, τάλας, οἷόν σε περισοφίζεται», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + σοφίζομαι «επινοώ κάτι με πανουργία, μηχανεύομαι»].