ὁ, ἡ, gen.
A ovos, round about the earth, AP9.778 (Phil.), dub. in Orph.Fr.285.57.
-ονος, ὁ, ἡ, Αφρ. «περίχθων ὠκεανός» — ο ωκεανός που ρέει γύρω από τη γη, που περικυκλώνει τη γη.[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + χθών, χθονός «γη» (πρβλ. αυτό-χθων)].