ωκεανός
στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound
Greek Monolingual
ο / ὠκεανός, ΝΜΑ και Ὠγενός και Ὠγηνός και Ὠγήν Α
μυθ. ως κύριο όν.) Ωκεανός
α) γιος του Ουρανού και της Γης, σύζυγος της Τηθύος, πατέρας της Θέτιδος και όλων τών Ωκεανίδων, ο οποίος λατρευόταν ως θεός του μεγάλου προαιώνιου ύδατος και ως πηγή κάθε θάλασσας και ποταμού
β) ο μεγαλύτερος ποταμός του κόσμου, ο οποίος πιστευόταν ότι περιέρρεε την Γη, χωρίς να έχει ούτε πηγές ούτε εκβολές
νεοελλ.
1. ωκεαν. συνεχής όγκος αλμυρού νερού που περιέχεται σε τεράστιες λεκάνες της επιφάνειας της Γης («Ατλαντικός Ωκεανός»)
2. μτφ. καθετί το απέραντο, το αχανές («ωκεανός γνώσεων»)
3. φρ. «σταγόνα στον ωκεανό» — λέγεται για κάτι το εντελώς ασήμαντο
μσν.
μτφ. αφθονία, πλησμονή («ὠκεανὸς χρημάτων», Ιω. Λυδ.)
αρχ.
1. η μεγάλη έξω θάλασσα, σε αντιδιαστολή προς την έσω θάλασσα, δηλαδή τη Μεσόγειο
2. (στην κλητ.) ὠκεανέ
(ως κραυγή επιδοκιμασίας) μπράβο
3. (στους Πυθαγορείους) ο αριθμός εννέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. άγνωστης προέλευσης και ετυμολογίας].