Ν1. κόβω σε μικρά κομμάτια σαν πετσί2. κατασφάζω, φονεύω με αγριότητα3. μτφ. κάνω σημαντικές περικοπές σε κείμενα, κινηματογραφικές ταινίες, μισθούς και αποδοχές με αδέξιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < πετσί + κόβω].