αγριότητα
From LSJ
Εἰ θνητὸς εἶ, βέλτιστε, θνητὰ καὶ φρόνει → Mortalis quum sis, intra mortalem sape → Bist sterblich du, mein Bester, denk auch Sterbliches
Greek Monolingual
η (AM ἀγριότης) ἄγριος
1. (για πρόσωπα, ζώα ή φυτά) η κατάσταση του άγριου σε αντίθεση με την κατάσταση του εξημερωμένου
2. (για πρόσωπα) ψυχική σκληρότητα, σκαιότητα, τραχύτητα, αυστηρότητα