πέταγμα

Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πέταμα και πέτασμα, το Ν πετώ
1. η πτήση («το πέταγμα τών πουλιών»)
2. η απόρριψη, το να πετάει κανείς κάτι άχρηστο («το πέταγμα τών σκουπιδιών στους δρόμους»).