και πέταμα και πέτασμα, το Ν πετώ1. η πτήση («το πέταγμα τών πουλιών»)2. η απόρριψη, το να πετάει κανείς κάτι άχρηστο («το πέταγμα τών σκουπιδιών στους δρόμους»).