πινώτιον

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

τό,

   A pearl ear-ring, POxy.1449.25 (iii A. D.).

Greek Monolingual

τὸ, Α
ενώτιο από πίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πιν-ενώτιον, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < πίνη «μαργαριτάρι» + ἐνώτιον «σκουλαρίκι»].