πίνα

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source

German (Pape)

[Seite 616] ἡ, = πίνος, sehr zw.

French (Bailly abrégé)

c. πίννα.

Greek Monolingual

ἡ Α
βλ. πίνη.