πινώτιον
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
English (LSJ)
τό, pearl earring, POxy.1449.25 (iii A. D.).
Greek Monolingual
τὸ, Α
ενώτιο από πίνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < πιν-ενώτιον, με απλολογία (πρβλ. αμφιφορεύς > αμφορεύς) < πίνη «μαργαριτάρι» + ἐνώτιον «σκουλαρίκι»].