πλαζ

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και πλάζα, η, Ν
άκλ.
1. ομαλή ακτή, παραλία
2. αμμώδης παραλία αξιοποιημένη από τουριστική άποψη, που χρησιμοποιείται για αναψυχή και θαλάσσια λουτρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plage «παραλία» (< ιταλ. piaggia < υστερολατ. plagia < πλάγιος)].