πλαγιοφύλαξη

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η, Ν
στρ. α) η φύλαξη, κατά τη διάρκεια μάχης, τών πλευρών της μαχόμενης δύναμης, η οποία επιτυγχάνεται κυρίως με τη χρήση πυρός
β) (στην οχυρωτική) η κατάλληλη χάραξη τών έργων, λ.χ. χαρακωμάτων, έτσι ώστε τα πυρά τών αμυνομένων να ελέγχουν τους πλάγιους χώρους του οχυρού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φύλαξη].