πιτυλεύω

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)

English (LSJ)

(πίτυλος)

   A ply the sweeping oar, Ar.V.678.    2 = sq. 1, Com.Adesp.3 D.

German (Pape)

[Seite 622] die Hände im Rudern schnell bewegen, dah. übh., wie ἐρέσσω, sich rasch bewegen, sich rühren, thätig sein. Ar. Vesp. 678.

Greek (Liddell-Scott)

πῐτῠλεύω: (πίτυλος) πιτυλίζω, μεταφορ., μοχθῶ, πολλὰ μὲν ἐν γῇ, πολλὰ δ’ ἐφ’ ὑγρὰ πιτυλεύσας Ἀριστοφ. Σφ. 678.

French (Bailly abrégé)

s’agiter vivement, se trémousser.
Étymologie: πίτυλος.

Greek Monolingual

Α πίτυλος
1. (στην κωπηλασία) κουνώ γρήγορα τα χέρια μου
2. (κατ' επέκτ.) κωπηλατώ και, γενικά, εκτελώ κάτι με ταχύτητα
3. πιτυλίζω.