ποδόστημα

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

German (Pape)

[Seite 643] τό, das Untertheil des Schiffes nach hinten zu, Sp.

Greek Monolingual

το, Ν ναυτ.
η κατακόρυφη συνέχιση της τρόπιδας του πλοίου που διαμορφώνει την πρύμνη, κν. ποδόσταμο και κοράκι της πρύμνης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πους, ποδός + -στημα (< ἵστημι «στήνω»)].