ποδηγός

Revision as of 12:18, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

όν, Dor. and Trag ποδᾱγός, (ἄγω)

   A guiding the foot, guiding, τὰ π. Πόθων ὠκύπτερα AP5.178 (Mel.): but in Trag., etc., Subst., guide, E.Ph.1715, Ph.1.109; attendant, S.Ant.1196: irreg. Comp. ποδηγέστερος Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 643] ion. = ποδαγός. Es findet sich auch davon der unregelmäßige compar. ποδηγέστερος, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

ποδηγός: -όν, Δωρ. καὶ παρὰ Τραγ. ποδᾱγός, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 26, Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 429· (ἄγω, ἡγέομαι)· ― ὁ τοὺς πόδας ὁδηγῶν, ὁδηγός, τὰ ποδηγὰ Πόθων [πτερὰ] Ἀνθ. Π. 5. 179· ― ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Εὐρ. Φοίν. 1715· θεράπων, Σοφ. Ἀντ. 1181. ― Ἀνώμαλ. συγκρ. ποδηγέστερος, Σουΐδ.

French (Bailly abrégé)

dor. et vieil att. ποδαγός;
ός, όν :
qui guide ; ὁ ποδαγός serviteur.
Étymologie: πούς, ἡγέομαι.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. ποδαγός, -όν, ΜΑ
1. αυτός που οδηγεί τα πόδια κάποιου άλλου, που του δείχνει τον δρόμο («τὰ ποδηγὰ πόθων ὠκύπτερα», Μελέαγρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. οδηγός (α. «ἰδού, πορεύομαι, τέκνον, οὔ μοι ποδαγὸς ἀθλία γενοῡ», Ευρ.
β. «ποδηγῷ καὶ συμμάχῳ χρώμενος», Ευσ.)
αρχ.
ακόλουθος, θεράπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούς, ποδός + -ηγός (< ἀγός< ἄγω), πρβλ. κυν-ηγός, χορ-ηγός].