πολύομβρος

Revision as of 12:19, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)

English (LSJ)

ον,

   A very rainy, Cat.Cod.Astr.4.87; gloss on ἀνομβρήεις, Sch.Nic.Al. 288.

German (Pape)

[Seite 667] sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.

Greek (Liddell-Scott)

πολύομβρος: -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άν-ομβρος, φίλ-ομβρος)].