πολύομβρος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύομβρος Medium diacritics: πολύομβρος Low diacritics: πολύομβρος Capitals: ΠΟΛΥΟΜΒΡΟΣ
Transliteration A: polýombros Transliteration B: polyombros Transliteration C: polyomvros Beta Code: polu/ombros

English (LSJ)

πολύομβρον, very rainy, Cat.Cod.Astr.4.87; Glossaria on ἀνομβρήεις, Sch.Nic.Al. 288.

German (Pape)

[Seite 667] sehr regnig, Schol. Nic. Al. 288.

Greek (Liddell-Scott)

πολύομβρος: -ον, πολὺ βροχερός, Σχόλ. εἰς Νικ. Ἀλεξιφ. 288.

Greek Monolingual

-ον, Α
πολύ βροχερός, πλούσιος σε βροχοπτώσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + ὄμβρος (Ι) «βροχή» (πρβλ. άνομβρος, φίλομβρος)].