-ον, Α1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοιτα μέλη της λιτανευτικής πομπής.[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμο-στόλος.