πομποστόλος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
-ον, Α
1. αυτός που γίνεται με την συνοδεία λιτανείας
2. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οἱ πομποστόλοι
τα μέλη της λιτανευτικής πομπής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπή + -στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. γαμοστόλος.